- ἔφαμμος
- ἔφαμμοςsandymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφαμμος — ἔφαμμος, ον (Α) αμμώδης («ἐὰν δὲ δὴ ἐν ἁλμώδει καὶ ἐφάμμῳ φυτεύσῃ», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἄμμος με αναλογική δάσυνση] … Dictionary of Greek
ἐφάμμῳ — ἔφαμμος sandy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαμμίζω — ἐφαμμίζω (Α) [έφαμμος] πάπ. 1. γεμίζω με άμμο 2. μέσ. ἐφαμμίζομαι καλύπτομαι από άμμο … Dictionary of Greek
ἔφαμμα — neut nom/voc/acc sg ἔφαμμος sandy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)